- φιαλοειδής
- φῐᾰλο-ειδής, ές,A bowl-shaped, Hero Spir.2.24, Hsch. s. vv. πατάνια, πέδαχνα; βωμός Zos.Alch.p.108B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιαλοειδής — bowl shaped masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιαλοειδής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει το σχήμα φιάλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + ειδής*] … Dictionary of Greek
φιαλοειδῆ — φιαλοειδής bowl shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φιαλοειδής bowl shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φιαλοειδής bowl shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιαλοειδές — φιαλοειδής bowl shaped masc/fem voc sg φιαλοειδής bowl shaped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιαλοειδοῦς — φιαλοειδής bowl shaped masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
φιαλωτός — ή, ό / φιαλωτός, ή, όν, ΝΜ [φιαλῶ] φιαλοειδής … Dictionary of Greek
φιαλώδης — ῶδες, Α [φιάλη] φιαλοειδής … Dictionary of Greek